μοιρογραφούμαι

μοιρογραφούμαι
μονογραφοῡμαι, -έομαι (Μ) [μοιρογράφος]
γράφομαι, προσδιορίζομαι από τη Μοίρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”